- ησυχαιτερος
- ἡσυχαίτεροςThuc., Xen., реже ἡσυχώτερος Soph. compar. к ἥσυχος См. ησυχος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ησυχαίτερος — ἡσυχαίτερος, ερα, ον (Α) ανώμ. συγκρ. τού ήσυχος … Dictionary of Greek
ἡσυχαίτερος — ἥσυχος quiet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)